- υποξυρώ
- -άω και -έω, ΜΑμσν.ξυρίζω ελαφρώς, παίρνω λίγο με το ξυράφιαρχ.1. μέσ. ὑποξυρῶμαι, -άομαιξυρίζομαι κάτω από το πηγούνι2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπεξυρημένοςξυρισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ξυρῶ «ξυρίζω» (< ξυρόν «ξυράφι»)].
Dictionary of Greek. 2013.